- ανωμάλουρος
- Γένος τρωκτικών της οικογένειας των ανωμαλουριδών, διαδεδομένο στην κεντρική Αφρική. Ο α. έχει μια δερματική πτυχή μεταξύ του κορμού και των άκρων του, το λεγόμενο πατάγειο, η οποία του χρησιμεύει ως ένα είδος αλεξίπτωτου για να πέφτει από την κορυφή των δέντρων και να κατολισθαίνει για μικρό διάστημα στον αέρα: η ουρά του παίζει τον ρόλο πηδαλίου· γι’ αυτό οι α. αποκαλούνται κι αυτοί ιπτάμενοι σκίουροι. Οι α. ζουν στα δέντρα και τρέφονται με φύλλα και καρπούς. Μπορούν επίσης να σκαρφαλώνουν εύκολα, επειδή έχουν στη ρίζα της ουράς δύο σειρές μυτερά λέπια που δεν τους αφήνουν να γλιστρήσουν.
Στο γένος α. ανήκουν περίπου είκοσι είδη· το μεγαλύτερο (α. ο στίλβων)έχει μέγεθος μεγάλου γάτου. Συγγενικά γένη είναι ο ιδίουρος,με πέντε είδη μεγέθους ποντικού, και ο τσενκερέλα,με ένα μόνο είδος, χωρίς πατάγειο, που ζει μόνο στο Καμερούν.
Ένας ανωμάλουρος που αναζητά την τροφή του.
Dictionary of Greek. 2013.